|
αόρ. от ενθέτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενέθηκα? — — ψάρεμα — μπουραζέρης — αηδονολαλίστρα — σπινθηροψία — λιοπύρι — κοινωνιολόγος — βουδδίστρια — μαγνολία — ωροσκόπιο — αργυρώδης — Μαυρογένους — διαπίστευμα — εξωθούμαι — σκιόφοβος — μότο — αγούλιαστος — τσιγαριστός — ξεσχίζω — ανετυμολόγητος — ακαρπία — μπαλλότο |
|||