Новогреческий словарь
ενέθηκα
ενέθηκα
αόρ. от ενθέτω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενέθηκα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
υστερόβουλος
—
κρυψίγαμος
—
λειχηνοειδής
—
κεραμιδοκόμματο
—
λιγυρότητα
—
διυλιστήριος
—
σβεννύω
—
επισκότηση
—
λεπτόγραμμος
—
δονησιθεραπεία
—
άρια
—
μπιτόνι
—
Σεβαστούπολη
—
βιομηχανοπονήσιμος
—
πολφικός
—
αλητάκι
—
μαυροντυμένος
—
προμήτωρ
—
ρήσις
—
αναχωνεύω
—
τριβόλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω