|
заранее завещать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заранее завещать? — προκληροδοτώ как с (ново)греческого переводится слово προκληροδοτώ? — заранее завещать — στοφυλοκοκκίαση — γουρουνόπετσος — μονόξυλος — μετωρίζομαι — άμυαλος — χασαπομάχαιρο — σοκολατούχος — ωκεανογραφία — σέλωμα — μισοτιμίς — χουλιγκανισμός — ερυσιβούμαι — ημιτελικός — υπουρίδα — ματσόβεργα — αλφισμός — ανομοιομορφία — στεγανά — γωνίωμα — άλμη — κίνητρο |
|||