|
η 1) мыльная пена; αυτό τό σαπούνι δέν κάνει ~ — [phrase]это мыло плохо мылится[/phrase]; 2) мыльная вода #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мыльная пена? — σαπουνάδα как на (ново)греческом будет слово мыльная вода? — σαπουνάδα как с (ново)греческого переводится слово σαπουνάδα? — мыльная пена, мыльная вода — εθνικιστικός — καλαμωτό — μελισσόχορτο — ραπόρτο — συσσώρευση — φιλαινάδα — αντιαισθητικός — επισφραγίζω — μονωτήρας — υφηγητής — ασυμβίβαστος — βιοποριστικός — βλαχοκαλύβα — καληνύχτισμα — γερακότσιχλα — αχειρία — υψηλοφροσύνη — κατοστάρικο — πανδαιμόνιο — ίσια — μουζουβί |
|||