|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ομοιοτέλευτος? — — σπέρμα — διαβολικά — θρέψη — μπορντούρα — γαργάλισμα — κρυερός — μυροπώλις — βιβλιοδέτης — θεματάκι — σκίασμα — πολυεδρικός — ακύλιστος — μουδιάζω — μαλαϊκά — βουβαμός — άμεστος — βρογχοσκόπησις — οστέινος — αμυγδαλάτο — βαρώ — ισχυρότητα |
|||