|
подробно исследовать, рассматривать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подробно исследовать? — διεξερευνώ как на (ново)греческом будет слово рассматривать? — διεξερευνώ как с (ново)греческого переводится слово διεξερευνώ? — подробно исследовать, рассматривать — καθολικότητα — κουτσοπερνώ — λεπταίνω — ανασκιρίζω — τραπεζιτικός — υποχονδρία — αυτενεργώ — αμμούδα — ιερακιδεύς — δικαστηριακός — οπισθοδρομικός — προτείχιση — εξωμήτριος — έγνοια — αναξιοσύνη — εντομοαπωθητικός — κάδρο — κλεφτουριά — αμακατζίκος — βυσματικός — ρητορισμός |
|||