|
η ювелирное дело #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ювелирное дело? — χρυσοχοΐα как с (ново)греческого переводится слово χρυσοχοΐα? — ювелирное дело — ξιφίδιο — κλωτσηδόν — νίβω — κεραμευτικός — γαλατόπιττα — δρύφρακτο — ασυνάρτητος — καταχρώμαι — αλπικός — αποσβολώνω — οφθαλμολόγος — κλωνιάζω — εργογράφος — υπερχαίρω — σκελίδι — μικροσφυγμία — επινόηση — μπογιάτισμα — διενεργών — οριστικισμός — αλφαδολάστιχο |
|||