|
ο прям., перен. сапожник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сапожник? — σκιντζής как с (ново)греческого переводится слово σκιντζής? — сапожник — υπόβαση — τώντις — κείτομαι — υπογένεοτη — σβελτοσύνη — μακελλεύω — στρουμπουλός — πηχτή — εύθυμος — αυτοκατασικασμένος — αγαρμπιά — αιγυπτιακός — υψηλόφρων — εντέλλομαι — καλαντάρι — αξιοποιήσιμος — αυτομαστιγώνομαι — λαθύρι — εναντία — ακροκέραμος — σμέουρο |
|||