|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πιονιέρος? — — συμβατικά — σταδιακά — άνους — καρπουζιά — δολερός — στοματάς — πλατύβαθρον — σκυλήσιος — αρόγιαστος — ξανεμίζω — παλικαριάτικο — φρούριο — προσιδιάζω — ελεήμονας — λιμνούλα — δυσμηνόρροια — λιθοειδής — σαρκάζω — εμπρησμός — ευαισθητοποιημένος — σιτοκαλλιέργεια |
|||