|
η полевая охрана #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полевая охрана? — αγροφυλακή как с (ново)греческого переводится слово αγροφυλακή? — полевая охрана — αδιαφύλακτος — φαεινή — πολύδενδρος — αϋφαντοπάνι — ανευλαβής — λύτρια — εμπορούπάλληλος — αμνός — τερατογονία — αφορώ — αμπελολεύκη — ολίγος — φουλάρι — σώφρων — ερχόμενος — γοργοκάραβο — οξαλίδι — κλόουν — ζωηρόχρωμος — δίσεχτος — μεγαλομάρτυρας |
|||