Новогреческий словарь
σεισμικός
σεισμικός
сейсмический
;
~ή δόνηση — землетрясение; подземный толчок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сейсмический
? —
σεισμικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σεισμικός
? — сейсмический
#
(ново)греческий словарь
—
αντηχώ
—
αντιβγαίνω
—
προσθέτω
—
αίστημα
—
τολμητίας
—
ασημοκοπώ
—
ηδυπαθής
—
καθιστικός
—
σκέπτομαι
—
αντωνυμικώς
—
τάρταρινος
—
αιμοπυόρροια
—
καινοτομία
—
σιγομίλητος
—
οπλίζομαι
—
μαρκαδοράκι
—
πλατύχωρος
—
ανοπόδοτος
—
τρύζω
—
εισφέρω
—
σιδηρόδρομος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,