Новогреческий словарь
λίβελλος
λίβελλ|ος
ο
пасквиль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пасквиль
? —
λίβελλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
λίβελλος
? — пасквиль
#
(ново)греческий словарь
—
κιβωτιοποιείον
—
συνεργάτης
—
τυφλός
—
διαπλοκή
—
γριούλα
—
καψύλλι
—
αδικο
—
συνδετικός
—
καταρροή
—
πλεμπάγια
—
σακκουλιάζω
—
αυτοβιογράφος
—
ιδιωτικοποίηση
—
ιερακιδέας
—
γλειφιτζούρι
—
τόρνος
—
διγενής
—
σαδιστικός
—
ευλήπτως
—
υπέργηρος
—
πυροβολάρχης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве