Новогреческий словарь
άγνωστο
άγνωστο
το 1.
неизвестность
;
βαδίζω στό ~ — шагать в неизвестность
;
2.
неизвестно
;
~ πότε θά έρθει — [phrase]неизвестно, когда он придёт[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неизвестность
? —
άγνωστο
как на
(ново)греческом
будет слово
неизвестно
? —
άγνωστο
как с
(ново)греческого
переводится слово
άγνωστο
? — неизвестность, неизвестно
#
(ново)греческий словарь
—
αναδίκαση
—
πλυντικός
—
αλειά
—
αγριότοπος
—
αναθυμίαμα
—
μεσολαβητής
—
παγοπληξία
—
Φανερωμένη
—
σαλαγητό
—
καλοκοιμάμαι
—
μυστακοφόρος
—
εγχυματίζω
—
υπαστυνόμος
—
φρικασσές
—
διαλογή
—
παραπλωτήρας
—
θανόντες
—
κακοκοιμάμαι
—
κακοσαρκώνω
—
αγριάγκαθο
—
γραφειοκράτισσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,