|
беж (цвет) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беж? — μπέζ как с (ново)греческого переводится слово μπέζ? — беж — ατρύγητος — λαδόκολα — ταπεινός — ψωλή — κοινωνία — φάγωμα — οχτάωρο — κατεστραμμένος — σφιχτο- — μπαρουτάδικο — πάλιωμα — αχιόνιστος — άμπακος — πηδώ — ιρακινός — ψαλμωδώ — ξυπασμένος — εύωνος — απλόχωρος — εκποιούμαι — προεδρείο |
|||