|
анат. грудной; ~οί μύες — грудные мышцы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грудной? — θωρακικός как с (ново)греческого переводится слово θωρακικός? — грудной — διαγλυφή — κιάλια — αγνωστικιστής — της — καταπληκτικά — προλειαίνω — ανάκυρτος — σκηνίτις — αδένια — μελωδός — αυλαία — αδιατύπωτος — πλάση — νεραϊδόνημα — προΰπαρξη — ανεπιχείρητος — αχαρτοσημαστός — βαρύμαγκας — ωφέλιμος — φεγγαροκατέβατος — σηκωτός |
|||