Новогреческий словарь
φρεσκάρω
φρεσκάρω
(αόρ. φρεσκάρισα) 1. прям., перен.
освежать
;
~ τό πρόσωπο μου — освежить лицо
;
~ τό καπέλλο μου — освежить шляпу
;
2.
свежеть
(о погоде)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
освежать
? —
φρεσκάρω
как на
(ново)греческом
будет слово
свежеть
? —
φρεσκάρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
φρεσκάρω
? — освежать, свежеть
#
(ново)греческий словарь
—
ευπραγώ
—
καλύτερα
—
φιλόθερμος
—
σχετικότητα
—
αμύθητος
—
ρεπανόσουπα
—
δαχτυλογραφώ
—
κάστορας
—
ανελικτός
—
αμπελόεις
—
ελοχαρής
—
αναίμακτα
—
ανυπέρβλητος
—
συμπολιτευόμενος
—
γρυμέα
—
λαχανής
—
δηκτικότητα
—
προειδοποιητικός
—
μειόκαινος
—
αυθύπαρκτος
—
διατρέξαντα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,