|
штукатурить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штукатурить? — σουβαδίζω как с (ново)греческого переводится слово σουβαδίζω? — штукатурить — ενετήρ — μπούχισμα — εξωνάρθηκας — αποθετήριον — πρωτοπηγαίνω — περιπαιχτικός — ακόρδο — καρίνα — αδίπλιαστος — όμαιμος — καμουφλαρισμένος — εμπλεκτικός — λύτρια — συγκοινωνιακός — ανάθεση — ανεμόδαρτος — περιαυχένιο — χατζής — αποκεντρωτικός — ηδύτητα — συνεισφερόμενος |
|||