|
ο галоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово галоп? — τριποδισμός как с (ново)греческого переводится слово τριποδισμός? — галоп — μικρομύκης — πέρκνα — ληψοδοσία — αγγελοκρουσμένος — ανελκυστήρας — γύρισμα — κατάντη — διακόλληση — ξεγλίστρημα — δαμασμός — πυογόνος — γέρσιμο — ακαθόριστα — πασχάλιο — βρυσούλα — αγουροσύνη — κακόφτειαχτος — δανειολήπτρια — αναστήνω — θρέψη — πτώση |
|||