|
парить (о птице) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парить? — αλαφροζυγιάζομαι как с (ново)греческого переводится слово αλαφροζυγιάζομαι? — парить — βανανέα — αψηλωτός — σπληνάντερο — ταμπλάς — τυρφώδης — κούτελο — ταμπόν — Αμερικανίδα — επαγωγικός — τρίχρονος — αναμπαίχτρα — στρατηγικός — μωρή — βαδιστής — πυκνοφυτεμένος — άσογος — ενότητα — γκιόσα — σταροκόρακας — ισραηλινός — περουκίνι |
|||