|
1) очищающий; 2) очищающий желудок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово очищающий? — ρυπτικός как на (ново)греческом будет слово очищающий желудок? — ρυπτικός как с (ново)греческого переводится слово ρυπτικός? — очищающий, очищающий желудок — γιουβετσάδα — κανακάρισσα — διπλοκακορροίζικος — πνευστός — ραψωδός — απορριψιμιό — σωσίας — όλκιμος — μονοσκοίνι — προστάτρια — τσίσα — κακοχωνεύω — ελαιόδενδρο — καθυπόταξη — αναβρακάτος — ύπερος — ξεμαντάλωμα — βαθύαλος — ρικνότης — αποπωμάτιση — αλεποφωλιά |
|||