|
το 1) мед. трахома; 2) разг. приданое #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трахома? — τράχωμα как на (ново)греческом будет слово приданое? — τράχωμα как с (ново)греческого переводится слово τράχωμα? — трахома, приданое — αφόβητος — ευγενία — ραδιοδέκτης — αγριομάτης — αποχωρισμός — ελασματοποίηση — ξαναμωραίνω — ναυτοδάνειο — δραστικότητα — νυμφεύω — διακόσμηση — συναρτησιακός — γιαλοπερίγιαλο — κόντευμα — υδροκίνητος — αψηλωσιά — ευώνυμος — διαλλάσσω — παρμένος — αναπολώ — αποξεριζώνω |
|||