|
громко хохотать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово громко хохотать? — ανακαγχάζω как с (ново)греческого переводится слово ανακαγχάζω? — громко хохотать — επαναδίπλωση — εξάφρισμα — άρπαγας — λαγανόψωμο — χορτοφάγος — απάντρευτος — αντισταθμιστικός — μελετητής — φτενός — όξινος — πεντακοσιοστό — συμψηφισμός — ευθύνω — πολυτίμητος — θεωρός — αψηλωτός — αζαχάριαστος — ξάγρυπνος — κατσαδιάζω — νοοτροπία — χνόαση |
|||