|
η шапочница, шляпница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шапочница? — καπελλού как на (ново)греческом будет слово шляпница? — καπελλού как с (ново)греческого переводится слово καπελλού? — шапочница, шляпница — εκμεταλλεύομαι — μεσοχωρίτης — κοίτομαι — υπερκόρεση — κοχλίδι — βελονοθήκη — σπαθάτος — χρειαζούμενος — λιόκριση — ζορίζω — προσωπολατρεία — Ισπανία — λιμεναρχία — έγκλητος — επωνυμία — χαριστικός — χορηγητής — χειρότερα — δακράκι — διπλοχαιρέτισμα — αρχαιοφανής |
|||