|
(-εως) η мед. спондилёз, анкилоз позвоночника #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спондилёз? — σπονδύλωση как на (ново)греческом будет слово анкилоз позвоночника? — σπονδύλωση как с (ново)греческого переводится слово σπονδύλωση? — спондилёз, анкилоз позвоночника — ζούπηγμα — γαγγραίνωμα — κοσκινίζω — αντιστικτικά — γιακαδάκι — ακροβολίζομαι — ραδιογωνιομετρικός — προσάρμοση — εύπλοια — κηπάκος — επαναλέγω — προπαρασκευάζω — μουχρώνει — αττικός — Σταυρούλα — ψευδοκλασσικισμός — φημίζω — λεπτολογώ — χαϊδολογάω — ανέλιξη — συμπλεκτικός |
|||