Новогреческий словарь
κυτόσωμο
κυτόσωμο
το биол.
цитоплазма
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
цитоплазма
? —
κυτόσωμο
как с
(ново)греческого
переводится слово
κυτόσωμο
? — цитоплазма
#
(ново)греческий словарь
—
υπερπροστατευτικότητα
—
συγκρούω
—
κάλυμμα
—
μαγνητοθερμικός
—
εφτάψυχος
—
πυρετογόνος
—
ηθικοποίηση
—
δραματολογία
—
πρωτολούβια
—
ετερόρρυθμος
—
ξεστράβωμα
—
διαθλαστός
—
αποδημία
—
καταπιεστής
—
λιθογόνος
—
κλειδοκυμβαλίστρια
—
παραφτασμένος
—
χελωνός
—
στηθοκατάρρους
—
κουφαμάρα
—
βαριακούω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве