|
η нерожавшая женщина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нерожавшая женщина? — άλοχος как с (ново)греческого переводится слово άλοχος? — нерожавшая женщина — καρωτίδα — ψευδοπροφήτπς — οφθαλμοπάθεια — μαλακισμένος — ναυτόπαιδο — διαφορικός — μουτρωμένος — καλπονόθευση — εξάωρος — ξενοδοχειακός — καρμανιόλα — φείδομαι — νεοναζιστικός — δόλια — ανομοιομέρεια — σαραβαλιασμένος — ράς — πάναγνος — οξυζενέ — ονομάζομαι — ζεματίζω |
|||