|
το грам. 1) глагол-связка; 2) синдетикон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глагол-связка? — συνδετικό как на (ново)греческом будет слово синдетикон? — συνδετικό как с (ново)греческого переводится слово συνδετικό? — глагол-связка, синдетикон — ακριβοκοιτάζω — δερματολογικός — μυρμήγκι — φαυλότητα — γλυκοτρέμω — ευρετίκια — αντίκλαρο — διαλυτός — ανθρωποσωτήρας — υδροθεραπευτήριο — αιφνίδιος — ωογενεσία — εθνοφρουρός — κακίστρα — μακρο- — αλματικός — κλιτικός — εξοικονομώ — φεγγαριάρης — φλαμπουριάρης — πεννιά |
|||