|
незаряженный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незаряженный? — αγόμωτος как с (ново)греческого переводится слово αγόμωτος? — незаряженный — εναρκτικός — φαρφαράς — μορφώνομαι — εκπαιδευτικός — γενναιόψυχος — μπάκας — μεταρρύθμιση — τιμωρία — ράμμα — έλα — δένδρο — δορυκτησία — παλαίμαχος — ακροφιλότιμος — ξέβγασμα — υπερψήφιση — αντισυνταγματικώς — γραφέας — ύπερθεν — αυτοδικάζομαι — οκτάγωνο |
|||