Новогреческий словарь
αγόμωτος
αγόμωτ|ος
незаряженный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
незаряженный
? —
αγόμωτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγόμωτος
? — незаряженный
#
(ново)греческий словарь
—
εγκλείστρα
—
αποδεικτός
—
γγίζω
—
ανταπειλώ
—
εκατονταέτις
—
φλογιστό
—
ζαρζαβατσής
—
λιγδιασμένος
—
βαττάρισμα
—
ανακαλυπτικός
—
αυτοκαλούμενος
—
μισότριβος
—
κατασχετός
—
δεκατόμετρο
—
ενδεκάζω
—
ανεμβολίοστος
—
υποτροπιάζω
—
πρωταριά
—
ενεμήθην
—
αμφίβιο
—
αγριαπιδιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве