|
το ненависть; τρέφω ~ πρός... — питать ненависть к...; καλλιεργώ τό ~ — разжигать ненависть; τά ~η — страсти; распри #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ненависть? — μίσος как с (ново)греческого переводится слово μίσος? — ненависть — μυαλωμένος — μαλάθα — αναφτερούγιασμα — πιασμένος — άσφιχτος — ηλεκτρίσιμος — ασυμπτωματικός — υπάγομαι — παραέχω — τυροπιτάκι — εκτόνωση — διάλειψη — τρίπλευρος — πιανόλα — αποθησαυρίζω — αχρίζω — γιατροκομω — τοπογραφώ — μετζοσοπράνο — αστροναύτης — τραπέζωμα |
|||