Новогреческий словарь
εγκληματικός
εγκληματικός
преступный; уголовный
;
~ή πράξη — (уголовное) преступление
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
преступный
? —
εγκληματικός
как на
(ново)греческом
будет слово
уголовный
? —
εγκληματικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγκληματικός
? — преступный, уголовный
#
(ново)греческий словарь
—
διάρρηξη
—
καπνοπαραγωγή
—
ολόσωμος
—
αλεπούδι
—
αγνοώ
—
δέστρο
—
οπάλι
—
πλύνομαι
—
ευτηξία
—
αποκυλίω
—
ιεροσύλημα
—
σαβανώνω
—
αποθαρρεύομαι
—
ανασκολοπισμός
—
ελληνικότητα
—
πολλαπλάσιο
—
νύχτωμα
—
αγελαδάρης
—
αντίζυγο
—
ανάμεσα
—
αλληλοδιαδόχως
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,