|
уст. жить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жить? — βιοτεύω как с (ново)греческого переводится слово βιοτεύω? — жить — εγωιστικός — ολοκληρώνω — αλγεριακός — αποκαινουργίς — θεωρούμαι — προεξόφληση — ανθοστόλισμα — μετακομιδη — Θεομήτωρ — συμπεριληπτικός — βούνευρον — βαλής — λαοκράτης — στοματοπάθεια — ραβδώνω — έκαμα — χαλκούχος — αύξηση — θερμοκρασία — μαγνητιστής — διαξηραίνω |
|||