|
ο мин. серпентин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово серпентин? — οφίτης как с (ново)греческого переводится слово οφίτης? — серпентин — μαξιλλάρωμα — ανάψηνος — ασυντόμευτος — ετοιμόλογος — ψεγάδιασμα — εκκεντροφόρος — πανώριος — πινακίδιο — μόνωση — σερενάτα — ασφαλιστικός — απομαγνητίζω — δεξαμενή — επταετηρίδα — ρόμβος — νεομπαρόκ — κατα- — αμυαλιά — Λαμπρή — σύμπηκτος — κακόψυχος |
|||