|
ο дятел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дятел? — δρυοκολάπτης как с (ново)греческого переводится слово δρυοκολάπτης? — дятел — διακαής — διάτανος — σαλπάρισμα — έντονος — ιππευτικός — λόξα — χρυσοφορω — προϊδεαστικά — νεοναζιστικός — σουμμάρω — ρήτρα — δημότης — αναδέχομαι — φαρμακοκινητικά — πόση — ανεμότρατα — εγκαθίσταμαι — αραιόμετρο — κουτσογράμματα — αντίσταυρα — αγευστί |
|||