εξέπεσα

формы словаβ
εξέπεσα
αοр. от εκπίπτω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εξέπεσα? —


ξεποδαριασμένοςρόχθοςφύσαεσώτεροςαπολλακτέοςπεπαιδευμένοςαμεμούριεξοτμιστικόςμερονύχτιεπανάκτησιςπεσσόςόβολασπινθηροβολώδιακύμανσηδαιμονοπαθήςμινιμαλιστικόςκοχλιόκρανονγουστάρισμαεπισιτισμόςματοτσίνωρογραμμοφωνητζής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit