|
αοр. от εκπίπτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξέπεσα? — — ξεποδαριασμένος — ρόχθος — φύσα — εσώτερος — απολλακτέος — πεπαιδευμένος — αμεμούρι — εξοτμιστικός — μερονύχτι — επανάκτησις — πεσσός — όβολα — σπινθηροβολώ — διακύμανση — δαιμονοπαθής — μινιμαλιστικός — κοχλιόκρανον — γουστάρισμα — επισιτισμός — ματοτσίνωρο — γραμμοφωνητζής |
|||