|
ο юр. истец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово истец? — ενάγων как с (ново)греческого переводится слово ενάγων? — истец — εξασθενωτικός — σούμμα — τετριμμένος — ανόργανη — φυγόστρατος — ενεχυροδανειστής — μυώδης — ανεμόδρομος — δαλτωνικός — απροσκύνηγος — δοτική — λικβινταριστής — κακός — αεροκατάποση — τριβεύς — παιδόπουλο — κλειδαμπαρωμένος — εκκωφαντικός — τυλιγμένος — νεκροτοκώ — συγκομίζω |
|||