|
(άόρ, αποκρέμασα) подвешивать, вешать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подвешивать? — αποκρεμώ как на (ново)греческом будет слово вешать? — αποκρεμώ как с (ново)греческого переводится слово αποκρεμώ? — подвешивать, вешать — βυσσινέα — αυτοκτονικός — καφεϊνισμός — ηλεκτροδυναμική — σταλικώνω — γκρεμοτσακισμένος — γνεθολογώ — καταχράστρια — αντιθετικά — συγκινούμαι — κακογράφω — πορνεύομαι — κατάληψη — χουγιαχτό — έτυχον — δεντρήσιος — νεοπαγανιστικός — λεμφατικός — επίνοια — εντυπωσιακός — προπαρασκευαστικός |
|||