Новогреческий словарь
ξεσκόλισμα
ξεσκόλισμα
το 1)
уход из школы
;
2)
окончание школы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уход из школы
? —
ξεσκόλισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
окончание школы
? —
ξεσκόλισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεσκόλισμα
? — уход из школы, окончание школы
#
(ново)греческий словарь
—
μυθιστοριογραφία
—
ανάγερτος
—
τηλεπικοινωνία
—
διάκοψη
—
εικοσάρικος
—
γυναικοφιλία
—
καρδιοσωμός
—
χρυσοποικιλτής
—
διαβιβαστικός
—
κλεψίτυπο
—
κρυσταλλολυχνία
—
τοξικομανής
—
αθέτησις
—
ολοψύχως
—
συνδιδακτικός
—
κλωστοϋφαντουργείο
—
γυμνασιαρχεύω
—
σκουφέτο
—
γρια
—
καρδιοσωσμός
—
διπλοσκοπός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве