εξερχόμεν|ος

формы словаβ
εξερχόμεν|ος
канц. исходящий;
          αριθμός ~ένων — исходящий номер



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово исходящий? — εξερχόμενος
как с (ново)греческого переводится слово εξερχόμενος? — исходящий


αμφίπλουςσπινθηριστήςαποχαρακώνωαιμορροϊδικόςπληρεξουσιοδοτώαναλώσιμοςστασιμότηταχιονόπτωσηολοκλήρωμαδιαλλακτικότητααποστασιοποίησηυπόστυφοςαναπιάνωφιλδισένιοςκροταφικόςεκκλησάκιόπλισηαλλαχόθενχλώρηνανόμετροδιπλόστομος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit