|
канц. исходящий; αριθμός ~ένων — исходящий номер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исходящий? — εξερχόμενος как с (ново)греческого переводится слово εξερχόμενος? — исходящий — αμφίπλους — σπινθηριστής — αποχαρακώνω — αιμορροϊδικός — πληρεξουσιοδοτώ — αναλώσιμος — στασιμότητα — χιονόπτωση — ολοκλήρωμα — διαλλακτικότητα — αποστασιοποίηση — υπόστυφος — αναπιάνω — φιλδισένιος — κροταφικός — εκκλησάκι — όπλιση — αλλαχόθεν — χλώρη — νανόμετρο — διπλόστομος |
|||