αποδεικτός

формы словаβ
αποδεικτός
доказуемый



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово доказуемый? — αποδεικτός
как с (ново)греческого переводится слово αποδεικτός? — доказуемый


ασκίμπατζανάκηςγαλατόσουπασυσταλτόςαλογοδότητοςδιάνυσματραχανολαχανόσουπαναρκοθέτησησχεδιογράφημαμπέκροςπαρακοιμάμαικατάδοσηβουτήχτραξημερώνομαιμολδαυικόςμουθουνητόβεβηλώνομαιετερόπουςμουρντάρικοςαποδεικνύωχρησμός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit