Новогреческий словарь
αποδεικτός
αποδεικτός
доказуемый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
доказуемый
? —
αποδεικτός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποδεικτός
? — доказуемый
#
(ново)греческий словарь
—
προνευστασμός
—
ακριβοτάγιστος
—
ψευδάργυρος
—
χρωματισμένος
—
κολλητηρτζής
—
εστία
—
μπακάλισσα
—
διαστημάνθρωπος
—
επουράνος
—
συμπιλητής
—
πιτύργιασμα
—
πολύδεντρος
—
αναπαραγωγός
—
μάγγανα
—
αχόρδιστος
—
ιχθυάλευρα
—
γνεφολογάω
—
καρρό
—
κατάβαση
—
ιδιώτις
—
βακτηριολογία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве