|
доказуемый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доказуемый? — αποδεικτός как с (ново)греческого переводится слово αποδεικτός? — доказуемый — ασκί — μπατζανάκης — γαλατόσουπα — συσταλτός — αλογοδότητος — διάνυσμα — τραχανολαχανόσουπα — ναρκοθέτηση — σχεδιογράφημα — μπέκρος — παρακοιμάμαι — κατάδοση — βουτήχτρα — ξημερώνομαι — μολδαυικός — μουθουνητό — βεβηλώνομαι — ετερόπους — μουρντάρικος — αποδεικνύω — χρησμός |
|||