|
το лук (один из сортов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лук? — γαλατοκρέμμυδο как с (ново)греческого переводится слово γαλατοκρέμμυδο? — лук — διακατοχή — αφελκυσμός — επιθετικότητα — γυναικείος — τσακάω — επίγρυπος — ηδυντικός — εκπληρωμένος — τεζαριστά — παγκοσμιότητα — φουσκοθαλασσιά — ονειροπαρμένος — ξαναφτιάχνω — εξόφθαλμα — πνευματικότητα — ξυλαρμογή — εναντιολογία — παραπατάω — μηδισμός — συσπουδάζω — ορμεμφύτως |
|||