|
коллективизировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коллективизировать? — κολλεκτιβοποιώ как с (ново)греческого переводится слово κολλεκτιβοποιώ? — коллективизировать — αμφιμήτριος — απανώβαλτος — ειρωνικός — υπερκαπιταλισμός — ψαίνομαι — μνήμη — φιστικής — λιγνεύω — χωνευτής — γλυκαισθησία — μουρμουρίζω — εκριζώνω — επιδιαιτητικός — χιλιόχρονος — κέρινος — δοχειάρης — βικάριος — φώραση — ξυλοπαγής — βιδέλο — μονοσήμαντος |
|||