|
поливать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поливать? — λαντουρίζω как с (ново)греческого переводится слово λαντουρίζω? — поливать — σχωρνώ — ξεπάστρεμα — τραγικοκωμωδία — αρμέγκι — ταμπού — διέταμον — κεντρί — λεπτόφλουδος — ιδεώδες — ρινίδι — διαβητικός — ενταυτώ — εξαγιασμός — εφέτος — κολιαντρίζω — αρνίλα — κακοχρονιά — καφεόδεντρο — λουτροφόρος — λαοκρισία — διαστάλαξις |
|||