|
(-εως) η уст. потливость; потоотделение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово потливость? — διαφόρησις как на (ново)греческом будет слово потоотделение? — διαφόρησις как с (ново)греческого переводится слово διαφόρησις? — потливость, потоотделение — ευκολύνω — καψίδι — αφιλότιμος — ανακαΐλα — αντιπυροβόληση — σκουριά — αλεώριον — αυτόβουλος — σανό — ανεβατός — ξεχαημένος — χιλιόγραμμο — χορογραφώ — οδοκαθαριστής — ζεσταίνω — υδρομέτρης — αγγαρεύω — αξιοποίηση — θερμαντήρας — άρση — ραγδαιότητα |
|||