Новогреческий словарь
δοτική
δοτική
η грам.
дательный падёж
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дательный падёж
? —
δοτική
как с
(ново)греческого
переводится слово
δοτική
? — дательный падёж
#
(ново)греческий словарь
—
σινιόρ
—
υπόξανθος
—
κορεστικός
—
ετσιθελικά
—
διαλεχτός
—
διασκορπίζομαι
—
δίπλα
—
μονοκρατορία
—
σμυρίγδι
—
Μεσοπεντηκοστή
—
επιμηκύνω
—
ασφυκτιώ
—
ψωμωμένος
—
καπνοσύριγξ
—
ακτινοβόληση
—
παράβολο
—
αλεπονοριά
—
ταμίευμα
—
ελαιοπερίβολο
—
σταλαχτός
—
ρεμπούμπλικα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,