|
η грам. дательный падёж #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дательный падёж? — δοτική как с (ново)греческого переводится слово δοτική? — дательный падёж — ουγγαρέζικος — πεντάμηνο — ομού — εσχαρέας — παραγεμίζω — αχρηματία — κατανέμω — αποθαυμάζω — ισόπλευρος — ευρύγναθος — αιματοβαμμένος — προτιμητέος — ναυπηγικός — γήλιος — εξαιρεμένος — επισμηνίας — μοναχογιός — αναμονή — κτηματομεσίτης — ρεπούμπλικα — κοοπερατίβα |
|||