|
το 1) ряса (чёрная); 2) духовенство; === τό ~ δέν κάνει τόν παππά — [phrase]ряса не делает монаха, не всякий, кто в сутане - монах[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ряса? — ράσο как на (ново)греческом будет слово духовенство? — ράσο как с (ново)греческого переводится слово ράσο? — ряса, духовенство — ξανανέωμα — σχετικοκρατία — συντηρούμενος — διαμαλάσσω — συμφιλιωτικά — ξανασηκώνω — πολυγράφηση — απολεπίζω — αισθησιοκρατικός — παραμήτριος — προδότης — λαίμαργος — τσακώνομαι — εξακοσιάκις — ανάβαλτος — κλωστική — τρεχαντήρι — έξυσα — μετρονομικός — ακλώσσιστος — υαλόχρους |
|||