|
Создающая помехи #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εμποδίστρια? — — εγχειρητικός — μόρτισσα — σχιζοφρενία — φύσιγγας — αποχτυπάω — αερογέφυρα — βαθυμετρικός — αναδιοργάνωση — αποπιάνομαι — σταύρωμα — αποκουμπίζω — επαφρόδιτος — χατιρικός — κλακέρ — μέγιστο — λαοπλάνος — αλφαδάκι — πάραυτα — πλευρικός — κανελλόχρους — δικαστής |
|||