|
1) фактор (чего-л); 2) коэффициент; === ~ τερμάτων — спорт. соотношение мячей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фактор? — συντελεστής как на (ново)греческом будет слово коэффициент? — συντελεστής как с (ново)греческого переводится слово συντελεστής? — фактор, коэффициент — ευχαρίστως — πλατύπους — πανωλεθρία — εντόπιση — εκατόχρονα — εικονίζω — διαιρετικός — δυσφαγία — εγκρίνω — αφορισμός — εκπροσώπευση — μπαγλαρώνω — καλημέρα — ανυπαρξία — συνακόλουθος — μπαμπού — τριχοτόμηση — κάτης — βιβλίο — καπνισμένος — μυς |
|||