|
το мор. строп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово строп? — σαμπάνιο как с (ново)греческого переводится слово σαμπάνιο? — строп — τσαχπινιάρης — εμμηνοόπαυση — αντικαπιταλιστικά — ιερόσυλος — σερνικοβότανο — χαροκοπώ — συντελεστικός — μελιτοεξαγωγέας — νεροκουβαλήτρα — καταισχύνη — δικολάβος — λουρί — αγγελοκρουσμένος — ανισόρροπα — μενεξεδί — κακαδιάζω — αναξιοπαθής — αφέγγιστος — σκοτώνω — ελληνόγλωσσος — αυτοκτόνος |
|||