|
уст. приучать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приучать? — ειθίζω как с (ново)греческого переводится слово ειθίζω? — приучать — απροξένεφτος — χρονομέτρημα — αεροθερμαγωγός — γυφτοχαρατσής — χασές — γνωμάτευση — καφετέρια — λογαριάζομαι — αντερώτημα — επιλεκτικός — μπάζα — ταλάντευση — κακογράφω — αγγελούδι — είτα — περσική — κρασόξιδο — αποκοίμημα — δίπλαξ — μεσοκαιρίτισσα — εκκολάπτω |
|||