|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Βενετία? — — αλεκτρυονομαχία — στενοχωρώ — μουσταλευριά — απογευματινή — μοιραία — ουρανοβάμων — τσουλάρα — σανίδι — απόπιωμα — καταμετράω — καταλαλητό — Κορεάτης — κωλόπουστας — άνισος — αλμυρούτσικος — διαχυτικότητα — ψευδοκαρένα — ασυμπεθέριαστος — γκρίνια — κυπρέϊκος — κατασκορπώ |
|||