|
ο чудак #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чудак? — λόξας как с (ново)греческого переводится слово λόξας? — чудак — διάστρεμμα — τρελαμένος — παράλλαξη — πολυμέριμνος — καφενεδάκι — δέρνω — εξοικείωση — συνέρισμα — αριστερόχειρ — γονιμοποιώ — αμάθεια — αρβυλοποιός — κεντουρία — καψοκαλύβας — χώνεμα — τήκομαι — μαντζουράνα — μεγαλεπήβολα — εμπαικτικός — δάγκειος — βαθιογάλαζος |
|||